κεφαλαλγικά

κεφαλαλγικά
κεφαλαλγικός
suffering from headache
neut nom/voc/acc pl
κεφαλαλγικά̱ , κεφαλαλγικός
suffering from headache
fem nom/voc/acc dual
κεφαλαλγικά̱ , κεφαλαλγικός
suffering from headache
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαλγικάς — κεφαλαλγικά̱ς , κεφαλαλγικός suffering from headache fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαλγικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, ή, όν) [κεφαλαλγής] ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ ὑπέρ τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”